- αειφλεγής
- ἀειφλεγής, -ές (Α)αυτός που πάντοτε φλέγεται, που βγάζει συνεχώς φλόγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φλεγὴς < φλέγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειφλεγέα — ἀειφλεγής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀειφλεγής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek